νυχτιάζω

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

και νυκτιάζωνυχτιάζω και νυκτιάζω) νύχτα
1. (ως τριτοπρόσ.) νυχτιάζει
πέφτει η νύχτα, νυχτώνει
2. (το μέσ.) νυχτιάζομαι
μέ βρίσκει η νύχτα.