νυχτιάζω

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

και νυκτιάζωνυχτιάζω και νυκτιάζω) νύχτα
1. (ως τριτοπρόσ.) νυχτιάζει
πέφτει η νύχτα, νυχτώνει
2. (το μέσ.) νυχτιάζομαι
μέ βρίσκει η νύχτα.