νωχελικός

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

-ή, -ό νωχελής
1. αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος, νωχελής
2. αυτός που γίνεται με νωχέλεια («νωχελικές κινήσεις»).
επίρρ...
νωχελικώς και -ά
με νωχέλεια, οκνηρά.