νωχελικός

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό νωχελής
1. αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος, νωχελής
2. αυτός που γίνεται με νωχέλεια («νωχελικές κινήσεις»).
επίρρ...
νωχελικώς και -ά
με νωχέλεια, οκνηρά.