ξάφνου

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

επίρρ. ξαφνικά, αιφνιδίως, απρόοπτα, απροσδόκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξάφνου(βλ. λ. εξάφνου) με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].