ξένισμα

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

German (Pape)

[Seite 277] τό, Befremdung, θαῦμα, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ξένισμα: τό, (ξενίζω ΙΙ. 1) ξενία, Θεοδώρ. Προδρ. κατὰ Ροδ. καὶ Δοσικλ. Γ΄, 128.

Greek Monolingual

ξένισμα, τὸ (Μ) ξενίζω
η φιλοξενία.