Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξέχωρος

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

-η, -ο
ξεχωριστός, ιδιαίτερος.
επίρρ...
ξέχωρα
1. χωριστά, ξεχωριστά
2. εκτός, παρεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐξέ-χωρος < αρχ. ἐκχωρίζω.