ξαναδυναμώνω

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

ξαναδυναμώνω)
ανακτώ τις δυνάμεις μου, ισχυροποιούμαι.