ξανακαλώ

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

1. προσκαλώ κάποιον ξανά
2. παίρνω πάλι τηλέφωνο, καλώ πάλι τον ίδιο αριθμό στο τηλέφωνο.