τηλέφωνο
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
Greek Monolingual
το, Ν
1. τεχνολ. συσκευή με την οποία πραγματοποιεί ο συνδρομητής ενός τηλεφωνικού δικτύου τις τηλεφωνικές του συνδιαλέξεις
2. φρ. «ψηφιακό τηλέφωνο» — η συσκευή με την οποία γίνεται ψηφιακή τηλεφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telephone < τηλ(ε)- + -φωνο (< φωνή). Η λ., στον λόγιο τ. τηλέφωνον, μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].