ξανθότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, yellowness, especially of hair, Str.7.1.2.
German (Pape)
[Seite 275] ητος, ἡ, das Blondsein, die gelbe, bräunliche Farbe, bes. des Haares, Strab. 7, 1, 2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
couleur jaune ou blonde.
Étymologie: ξανθός.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθότης: -ητος, ἡ, τὸ ξανθὸν χρῶμα, ἰδίως τῆς κόμης, «τὰ πέραν τοῦ Ρήνου Γερμανοὶ νέμονται, μικρὸν ἐξαλλάττοντες τοῦ Κελτικοῦ φύλου τῷ τε πλεονασμῷ τῆς ἀγριότητος καὶ τῆς ξανθότητος» Στράβ. 290.
Greek Monotonic
ξανθότης: -ητος, ἡ, κιτρινωπό, ξανθό χρώμα, ιδίως των μαλλιών, σε Στράβ.