ξεγέννημα

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

το ξεγεννώ
1. το αποτέλεσμα του ξεγεννώ, γέννηση
2. βοήθεια σε ετοιμόγεννη να γεννήσει.