ξεκαρφώνω

From LSJ

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source

Greek Monolingual

1. αφαιρώ τα καρφιά από κάπου, ξηλώνω κάτι στερεωμένο με καρφιά («την περικεφαλαίαν του ζουλίζει, ξεκαρφώνει», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. (σχετικά με δόντια) βγάζω.