ξεκαρφώνω

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

1. αφαιρώ τα καρφιά από κάπου, ξηλώνω κάτι στερεωμένο με καρφιά («την περικεφαλαίαν του ζουλίζει, ξεκαρφώνει», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. (σχετικά με δόντια) βγάζω.