ξεκληρίζω

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source

Greek Monolingual

και ξακληρίζω
1. εξοντώνω τη γενιά, τους απογόνους κάποιου («τους ξεκλήρισε το χτικιό»)
2. χάνω τους απογόνους μου, αφανίζομαι εξ' ολοκλήρου («αυτό το σπίτι ξεκληρίστηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκκληρίζω < ἔκκληρος «αυτός που δεν πήρε κληρονομιά» ή απευθείας < στερ. ξ(ε)- + κλήρος].