ξελόγιασμα
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
το ξελογιάζω
το αποτέλεσμα του ξελογιάζω, ξεμυάλισμα, αποπλάνηση.