ξεμένω

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

Greek Monolingual

1. μένω μόνος
2. αποτελειώνω, μένω χωρίς κάτι («ξέμεινα από τσιγάρα»).