ξεμένω

From LSJ

σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακόbetter than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse

Source

Greek Monolingual

1. μένω μόνος
2. αποτελειώνω, μένω χωρίς κάτι («ξέμεινα από τσιγάρα»).