ξεμαθαίνω
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
Greek Monolingual
1. ξεχνώ κάτι που έχω μάθει («τά μάθαινες εξέμαθες, τά 'ξερες ήχασές τα», Ερωτόκρ.)
2. χάνω συνήθεια που είχα, ξεσυνηθίζω («έχω να πάω πολύ.καιρό στο γυμναστήριο και έχω ξεμάθει).