ξεμοναχιάζω
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
1. απομονώνω, παίρνω κάποιον κατά μέρος («περίμενε να τήν ξεμοναχιάσει για να της αποκαλύψει τα αισθήματά του»)
2. απομονώνομαι («τ' αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + μοναχιάζω «απομονώνω»].