ξεμοναχιάζω

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

1. απομονώνω, παίρνω κάποιον κατά μέρος («περίμενε να τήν ξεμοναχιάσει για να της αποκαλύψει τα αισθήματά του»)
2. απομονώνομαι («τ' αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + μοναχιάζω «απομονώνω»].