ξενιστέον

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek (Liddell-Scott)

ξενιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ξενίζω, δεῖ ξενίζειν, Θεοδ. Προδρ. τὰ κατὰ Ροδ. καὶ Δοσικλ. Θ΄, 378.