ξενοδεκτώ

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

ξενοδεκτῶ, -έω (Μ)
δέχομαι τους ξένους, περιποιούμαι, φιλοξενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δεκτῶ (< -δεκτος < δέχομαι)].