ξενοδεκτώ

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source

Greek Monolingual

ξενοδεκτῶ, -έω (Μ)
δέχομαι τους ξένους, περιποιούμαι, φιλοξενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δεκτῶ (< -δεκτος < δέχομαι)].