γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
ξενοδεκτῶ, -έω (Μ)δέχομαι τους ξένους, περιποιούμαι, φιλοξενώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δεκτῶ (< -δεκτος < δέχομαι)].