ξενοθρέπτης

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, Gäste, Fremde ernährend, Sp.

Greek Monolingual

ξενοθρέπτης, ό, ἡ (Α)
αυτός που τρέφει ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τρέφω.