ξενολάτρης

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

ο
ξενομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. ξενολάτραι, μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].