ξενολάτρης
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
ο
ξενομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. ξενολάτραι, μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].