ξενόρρυγχος
From LSJ
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
Greek Monolingual
ο
ζωολ. γένος πελαγόμορφων πτηνών της οικογένειας ciconiidae, χαρακτηριστικός πελαργός της Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenorhynchus < ξένος + ρύγχος].