ξενόχροος

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372

Greek (Liddell-Scott)

ξενόχροος: -ον, ὁ ἔχων ξένην χροιάν, Νικήτ. Ἀλεξ. 1, 7, σ. 307D.

Greek Monolingual

ξενόχροος, -οον (Μ)
αυτός που έχει παράξενο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -χροος (< χροῦς, χροός «χρώμα»), απαλό-χροος].