ξεροκόμματο

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

το
1. κομμάτι ξερού ψωμιού
2. στον πληθ. τα ξεροκόμματα
τα περισσεύματα του τραπεζιού, τα υπολείμματα του γεύματος
3. μτφ. μη ικανοποιητική αμοιβή εργασίας, χαμηλό ημερομίσθιο («δουλεύει για ένα ξεροκόμματο»).