ξεροτήγανο
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
το
συν. στον πληθ. τα ξεροτήγανα
είδος λαϊκών γλυκισμάτων που παρασκευάζονται από αλεύρι, γάλα και αβγά, αλλ. δίπλες.