ξεροτήγανο

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

το
συν. στον πληθ. τα ξεροτήγανα
είδος λαϊκών γλυκισμάτων που παρασκευάζονται από αλεύρι, γάλα και αβγά, αλλ. δίπλες.