ξεροτήγανο

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

Greek Monolingual

το
συν. στον πληθ. τα ξεροτήγανα
είδος λαϊκών γλυκισμάτων που παρασκευάζονται από αλεύρι, γάλα και αβγά, αλλ. δίπλες.