ξεροψήνω

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

1. ψήνω κάτι ώσπου να γίνει ξερό, ψήνω κάτι πολύ και σιγά σιγά
2. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ.