ξηροφορώ

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

ξηροφορῶ, -έω (Μ)
1. μιλώ με ανιαρό, βαρετό τρόπο
2. (κατά δ. ερμ.) φέρω ξηρά φρούτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -φορῶ (< -φόρος < φέρω)].