τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
ξηροφορῶ, -έω (Μ)1. μιλώ με ανιαρό, βαρετό τρόπο2. (κατά δ. ερμ.) φέρω ξηρά φρούτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -φορῶ (< -φόρος < φέρω)].