ξηρόχειρ

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξηρόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξηρὰς τὰς χεῖρας, Θεόδωρ. Πρόδρ. ἐν Ἐπιγρ. σ. 152.

Greek Monolingual

ξηρόχειρ, -χειρος, ὁ (Μ)
αυτός που έχει ξηρό, παράλυτο χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + χειρ (πρβλ. χρυσόχειρ)].