ξιφάρι

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

το
ξίφος
1. μικρό ξίφος ή αιχμή βέλους («σφάξε με... με αυτό το ξυμυτό ξιφάρι», Ερωτόκρ.)
2. η πρώτη σανίδα που κόβεται με πριόνι από κορμό δέντρου και της οποίας η μία πλευρά είναι κυρτή
3. στενό κομμάτι
3. λωρίδα δέρματος.