ξιφίστερνο

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

το
ζωολ. το ουραίο τμήμα, συχνά οστεοποιημένο, του στέρνου τών τετραπόδων σπονδυλοζώων, αλλ. ξιφοειδής απόφυση.