ξιφοειδής

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφοειδής Medium diacritics: ξιφοειδής Low diacritics: ξιφοειδής Capitals: ΞΙΦΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: xiphoeidḗs Transliteration B: xiphoeidēs Transliteration C: ksifoeidis Beta Code: cifoeidh/s

English (LSJ)

ξιφοειδές, sword-shaped, Thphr. HP 7.13.1, Str.3.5. 10; ὀστοῦν Gal.2.496; χόνδρος the ensiform cartilage, Id.UP6.3, al.

German (Pape)

[Seite 280] ές, schwertförmig, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ξίφους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 7. 13. 1.

Greek Monolingual

-ές (Α ξιφοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ξίφος, που έχει το σχήμα ξίφους
νεοελλ.
φρ. «ξιφοειδής απόφυση»
ανατ. η οξεία, εν μέρει οστέινη και εν μέρει χόνδρινη, κατάληξη του οστού του στέρνου, που αποτελεί το κατώτερο τμήμα του, αλλ. ξιφίστερνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ειδής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xiphoid].