ξιφομαχώ

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

-έω ξιφομάχος
1. μάχομαι με ξίφος
2. ασκούμαι στην ξιφομαχία.