κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
ξυλοπάνδουρον, τὸ (Μ)1. ξύλινη πανδούρα2. είδος ξυλοπέδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πανδοῦρα «είδος μουσικού οργάνου»].