ξυλοπάνδουρον

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

ξυλοπάνδουρον, τὸ (Μ)
1. ξύλινη πανδούρα
2. είδος ξυλοπέδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πανδοῦρα «είδος μουσικού οργάνου»].