ξυλοπάνδουρον

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

ξυλοπάνδουρον, τὸ (Μ)
1. ξύλινη πανδούρα
2. είδος ξυλοπέδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πανδοῦρα «είδος μουσικού οργάνου»].