ξυλοσοφώ

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

ξυλοσοφῶ, -έω (Μ)
προσποιούμαι τον σοφό, κάνω τον φιλόσοφο χωρίς να είμαι, είμαι ξυλόσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -σοφῶ μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. ξυλόσοφος].