ξυλόρνιθα

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξυλόρνιθα: ἡ, ἡ κοινῶς ξυλόκοττα, μεταγεν.

Greek Monolingual

η
η ξυλόκοτα.