ξυλόσφυρο

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

Greek Monolingual

το (Μ ξυλόσφυρον)
είδος σφυριού με ξύλινη κεφαλή που χρησιμοποιείται στις κατασκευές από μαλακό μέταλλο για να μην παραμορφώνονται οι επιφάνειές τους και κατά τη συναρμογή τών μηχανών, κν. ματσόλα.