ξυστρίζω

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

ξυστρι
ξύνω το τρίχωμα τών ζώων, ιδίως τών υποζυγίων, με ξυστρί, καθαρίζω με το ξυστρί.