οέτεας

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

ὀέτεας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους βαρβάρους) «ὁ καλλίθριξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιέτης].