οδοντάς

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

ὀδοντᾱς, ὁ (Μ)
οδοντωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. πραγματάς)].