ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
ὀδοντᾱς, ὁ (Μ)οδοντωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. πραγματάς)].