ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
ὀδοντιῶ, -άω (ΑΜ)υποφέρω από πόνους της οδοντοφυΐας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κατάλ. -ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λαρυγγιώ)].