οδοντογένεση
From LSJ
Greek Monolingual
η
το σύνολο τών διεργασιών οι οποίες καταλήγουν στον σχηματισμό τών δοντιών, αλλ. οδοντογονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odontogenese < ὀδούς, ὀδόντος + γένεση].
η
το σύνολο τών διεργασιών οι οποίες καταλήγουν στον σχηματισμό τών δοντιών, αλλ. οδοντογονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odontogenese < ὀδούς, ὀδόντος + γένεση].