οδοντοκοσμητικό

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

Greek Monolingual

το
συν. στον πληθ. τα οδοντοκοσμητικά
(φαρμ.) ουσίες που χρησιμοποιούνται για τον καθαρισμό τών δοντιών, την περιποίηση τών ούλων και, γενικά την αντισηψία της στοματικής κοιλότητας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται οι οδοντόκρεμες ή οδοντόπαστες.