Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οδοντοκοσμητικό

From LSJ

Greek Monolingual

το
συν. στον πληθ. τα οδοντοκοσμητικά
(φαρμ.) ουσίες που χρησιμοποιούνται για τον καθαρισμό τών δοντιών, την περιποίηση τών ούλων και, γενικά την αντισηψία της στοματικής κοιλότητας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται οι οδοντόκρεμες ή οδοντόπαστες.