οδοντοκοσμητικό
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
το
συν. στον πληθ. τα οδοντοκοσμητικά
(φαρμ.) ουσίες που χρησιμοποιούνται για τον καθαρισμό τών δοντιών, την περιποίηση τών ούλων και, γενικά την αντισηψία της στοματικής κοιλότητας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται οι οδοντόκρεμες ή οδοντόπαστες.