Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οδοντομήλη

From LSJ

Greek Monolingual

η
ιατρ. οδοντιατρικό εργαλείο που χρησιμεύει στη διερεύνηση και ανίχνευση τών κοιλοτήτων τών δοντιών για τον εντοπισμό τερηδόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + μήλη «χειρουργικό εργαλείο»].