οδοντομήλη

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

η
ιατρ. οδοντιατρικό εργαλείο που χρησιμεύει στη διερεύνηση και ανίχνευση τών κοιλοτήτων τών δοντιών για τον εντοπισμό τερηδόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + μήλη «χειρουργικό εργαλείο»].