Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
ὀδοντοποιῶ, -έω (Α)βγάζω δόντια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. τριχοποιώ].