οδοντοσάπων
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
Greek Monolingual
ο
οδοντόκρεμα που έ χει μορφή σαπουνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τύπο οδοντοσάπων, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
ο
οδοντόκρεμα που έ χει μορφή σαπουνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τύπο οδοντοσάπων, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].