οδοντοστοιχία

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source

Greek Monolingual

η
1. το σύνολο τών δοντιών τα οποία είναι διατεταγμένα στη φατνιακή απόφυση της άνω και κάτω γνάθου και σχηματίζουν, αντίστοιχα, τον άνω και κάτω οδοντικό φραγμό
2. φρ. «οδοντοστοιχία τεχνητή» — διάταξη τεχνητών δοντιών που κατασκευάζεται από ειδικό υλικό προκειμένου να αναπληρώσει ή να αντικαταστήσει μερικώς ή ολικώς τη φυσική σειρά τών δοντιών, κν. μασέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -στοιχία (< -στοιχος < στοῖχος «σειρά, γραμμή»), πρβλ. αμαξο-στοιχία, κιονο-στοιχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος].