οδοντοτύραννος
From LSJ
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
Greek Monolingual
ὀδοντοτύραννος, ὁ (Α)
ζώο μεγάλου μεγέθους, πιθ. κροκόδειλος, το οποίο ζούσε στον Ινδό ή στον Γάγγη ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + τύραννος.