Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οδοντόμετρο

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

το
όργανο που χρησιμοποιείται για την ακριβή μέτρηση τών οδοντώσεων ενός γραμματοσήμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontometer < ὀδούς, ὀδόντος + μέτρο].