Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οιδηματώδης

From LSJ

Greek Monolingual

-ες (Α οἰδηματώδης, -ῶδες) οίδημα
1. αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή οιδήματος, όμοιος με οίδημα
2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.