οικοφύλαξ

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79

Greek Monolingual

οἰκοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
φύλακας του σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + φύλαξ.