οισοφάγος

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

ο (Α οισοφάγος)
σχετικά ευθύ σωληνοειδές όργανο, διά μέσου του οποίου η τροφή περνά από τον φάρυγγα στον στόμαχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. < θ. οισ- του οἴσω, μέλλ. του φέρω + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ, >πολυ-φάγος. Η λ. έχει πιθ. πλαστεί από κάποιο γιατρό προκειμένου να δηλώσει το όργανο που μεταφέρει ό,τι τρώει κανείς (πρβλ. και ακκαδικό šērittu «αυτός που οδηγεί προς τα κάτω»). Η άποψη, τέλος, ότι το α' συνθετικό της λ. είναι το οἶσος δεν θεωρείται πιθανή].

Translations

oesophagus

Afrikaans: slukderm; Albanian: ezofag; Arabic: مَرِيء‎; Armenian: կերակրափող; Asturian: esófagu; Azerbaijani: qida borusu; Bashkir: үңәс; Belarusian: стрававод; Bengali: অন্ননালী, ওলকম; Breton: treizher; Bulgarian: хранопровод; Burmese: အစာပြွန်; Catalan: esòfag; Chinese Mandarin: 食道, 食管; Czech: jícen; Danish: spiserør; Dutch: slokdarm; Esperanto: ezofago; Estonian: söögitoru; Finnish: ruokatorvi; French: œsophage; Galician: esófago; Georgian: საყლაპავი მილი; German: Speiseröhre, Ösophagus; Greek: οισοφάγος; Ancient Greek: οἰσοφάγος, καταπόθρα, καταπότρα; Hebrew: וֵשֶׁט‎; Hindi: ग्रासनली, घेघा; Hungarian: nyelőcső; Icelandic: vélinda; Ido: ezofago; Indonesian: esofagus; Irish: éasafagas; Italian: esofago; Japanese: 食道; Kazakh: өңеш, өзек; Khmer: បំពង់អាហារ; Korean: 식도(食道), 밥길, 식관(食管); Kurdish Northern Kurdish: soriçik; Kyrgyz: өңгөч, кызыл өңгөч; Ladino: ושט‎; Lao: ຫລອດອາຫານ; Latin: fistula cibalis, oesophagus; Latvian: barības vads; Lithuanian: stemplė; Macedonian: хранопровод, хранопроводник; Malay: esofagus; Malayalam: അന്നനാളം; Maori: pūkai; Mongolian Cyrillic: улаан хоолой; Mongolian: ᠤᠯᠠᠭᠠᠨ; ᠬᠣᠭᠤᠯᠠᠢ; Navajo: azágí; Norwegian Bokmål: spiserør; Nynorsk: matrøyr; Pashto: مرۍ‎; Persian: مری‎, سرخنای‎; Polish: przełyk; Portuguese: esófago, esôfago; Romanian: esofag; Russian: пищевод; Scottish Gaelic: slugan, sgòrnan; Serbo-Croatian Cyrillic: гр̀кљан, је̑дња̄к; Roman: gr̀kljan, jȇdnjāk; Slovak: pažerák; Slovene: požiralnik; Spanish: esófago; Swedish: matstrupe; Tagalog: lalaugan, esopago; Tajik: сурхрӯда; Tatar: үңәч; Thai: หลอดอาหาร; Tok Pisin: mambu bilong nek; Turkish: yemek borusu, yemak; Ukrainian: стравохі́д; Uyghur: قىزىلئۆڭگەچ‎; Uzbek: qiziloʻngach; Vietnamese: thực quản; Volapük: söof; Welsh: oesoffagws, sefnig; Zhuang: saihoz